παλιώνω — παλιώνω, πάλιωσα, παλιωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παλιώνω — πάλιωσα 1. μτβ., κάνω κάτι παλιό με τη χρήση. 2. αμτβ., γίνομαι παλιός: Πάλιωσε το σακάκι μου. Ουσ. πάλιωμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαρχαιώνω — παθητ. απαρχαιώνομαι (Α ἀπαρχαιοῡμαι, όομαι) μέσ. (ιδίως η μτχ. απη ή απαρχαιωμένος) παλιώνω, αχρηστεύομαι νεοελλ. κάνω κάτι να φαίνεται σαν αρχαίο … Dictionary of Greek
εγκαταγηράσκω — ἐγκαταγηράσκω (Α) 1. γερνώ μέσα στη φτώχεια ή τη δυστυχία κ.λπ. 2. παλιώνω … Dictionary of Greek
εωλίζω — ἑωλίζω (Α) [ἕωλος] 1. αφήνω κάτι να γίνει παλιό, μπαγιάτικο, να υπάρχει πολύ καιρό 2. (με καλή σημ.) είναι δυνατό να διατηρηθώ ώς την επόμενη μέρα 3. παθ. ἑωλίζομαι είμαι ή γίνομαι έωλος, παλιώνω, μπαγιατεύω … Dictionary of Greek
κατασκιρ(ρ)ούμαι — κατασκιρ(ρ)οῡμαι, όομαι (Α) γίνομαι σκληρός, ξεραίνομαι, παλιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκιρ(ρ)οῦμαι «σκληραίνω» (< σκῑρ(ρ)ος «ακαλλιέργητη γη, γύψος»)] … Dictionary of Greek
μπαγιατεύω — και μπαγιατιάζω 1. (για τρόφιμα) καθίσταμαι μπαγιάτικος, χάνω τη φρεσκάδα μου («πέταξε το ψωμί γιατί μπαγιάτεψε») 2. (κατ επέκτ.) παλιώνω (α. «αισθήματα που έχουν πια μπαγιατέψει» β. «μπαγιάτεψ η αγάπη μας και να βρω θέλω μι άλλη», δημ. τραγούδι) … Dictionary of Greek
πάλιωμα — το [παλιώνω] η φθορά από την πολύχρονη χρήση … Dictionary of Greek
παλαιώ — παλαιῶ, άω (ΑΜ) βλ. παλιώνω … Dictionary of Greek
παλαιώνω — βλ. παλιώνω … Dictionary of Greek