παλιώνω

παλιώνω
και παλαιώνω (ΑΜ παλαιῶ, -όω) [παλιός / παλαιός]
καθιστώ κάτι παλιό
νεοελλ.
1. γίνομαι παλιός
2. φθείρομαι από την πολλή χρήση ή από τον χρόνο («πάλιωσαν τα παπούτσια μου»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπαλαιωμένος, -η, -ο
αυτός που ίσχυσε στο παρελθόν
μσν.-αρχ.
παθ. παλαιοῡμαι, -όομαι
φθείρομαι, γίνομαι άχρηστος
αρχ.
1. καταργώ νόμο
2. παθ. α) γερνώ
β) (για οίνο) είμαι ξεθυμασμένος
4. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ή αορ. ως ουσ.) το πεπαλαιωμένον ή παλαιωθέν
το παλιό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παλιώνω — παλιώνω, πάλιωσα, παλιωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παλιώνω — πάλιωσα 1. μτβ., κάνω κάτι παλιό με τη χρήση. 2. αμτβ., γίνομαι παλιός: Πάλιωσε το σακάκι μου. Ουσ. πάλιωμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απαρχαιώνω — παθητ. απαρχαιώνομαι (Α ἀπαρχαιοῡμαι, όομαι) μέσ. (ιδίως η μτχ. απη ή απαρχαιωμένος) παλιώνω, αχρηστεύομαι νεοελλ. κάνω κάτι να φαίνεται σαν αρχαίο …   Dictionary of Greek

  • εγκαταγηράσκω — ἐγκαταγηράσκω (Α) 1. γερνώ μέσα στη φτώχεια ή τη δυστυχία κ.λπ. 2. παλιώνω …   Dictionary of Greek

  • εωλίζω — ἑωλίζω (Α) [ἕωλος] 1. αφήνω κάτι να γίνει παλιό, μπαγιάτικο, να υπάρχει πολύ καιρό 2. (με καλή σημ.) είναι δυνατό να διατηρηθώ ώς την επόμενη μέρα 3. παθ. ἑωλίζομαι είμαι ή γίνομαι έωλος, παλιώνω, μπαγιατεύω …   Dictionary of Greek

  • κατασκιρ(ρ)ούμαι — κατασκιρ(ρ)οῡμαι, όομαι (Α) γίνομαι σκληρός, ξεραίνομαι, παλιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκιρ(ρ)οῦμαι «σκληραίνω» (< σκῑρ(ρ)ος «ακαλλιέργητη γη, γύψος»)] …   Dictionary of Greek

  • μπαγιατεύω — και μπαγιατιάζω 1. (για τρόφιμα) καθίσταμαι μπαγιάτικος, χάνω τη φρεσκάδα μου («πέταξε το ψωμί γιατί μπαγιάτεψε») 2. (κατ επέκτ.) παλιώνω (α. «αισθήματα που έχουν πια μπαγιατέψει» β. «μπαγιάτεψ η αγάπη μας και να βρω θέλω μι άλλη», δημ. τραγούδι) …   Dictionary of Greek

  • πάλιωμα — το [παλιώνω] η φθορά από την πολύχρονη χρήση …   Dictionary of Greek

  • παλαιώ — παλαιῶ, άω (ΑΜ) βλ. παλιώνω …   Dictionary of Greek

  • παλαιώνω — βλ. παλιώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”